- περιδείδω
- περι - δείδω, aor. περίδϝεισα, part. περιδϝείσᾶς, perf. περιδείδια: fear for, be afraid for; τινός, also τινί, and w. μή, Il. 17.240, 2, Il. 15.123.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιδείδω — Α 1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι 2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek
περιδείδιε — περιδείδω perf imperat act 2nd sg περιδείδω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδδείσαντες — περιδείδω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεδιέναι — περιδείδω perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδείδια — περιδείδω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδείδιθι — περιδείδω perf imperat act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδείσαντες — περιδείδω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδδεισαν — περιδείδω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδεισαν — περιδείδω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδδείσασ' — περιδδείσᾱσα , περιδείδω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) περιδδείσᾱσι , περιδείδω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) περιδδείσᾱσαι , περιδείδω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδείσασ' — περιδείσᾱσα , περιδείδω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) περιδείσᾱσι , περιδείδω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) περιδείσᾱσαι , περιδείδω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)